Η εμπρηστική μαγεία της Άντζελα Κάρτερ

Company of wolves

Οι περισσότεροι γνώρισαν την Άντζελα Κάρτερ εξ αφορμής της θαυμάσιας ταινίας του Νιλ Τζόρνταν Η παρέα των λύκων, το σενάριο της οποίας υπογράφηκε από την πληθωρική Αγγλίδα συγγραφέα ως επέκταση ενός πυκνού διηγήματός της που περιλαμβάνεται στη συλλογή Η ματωμένη κάμαρα.[1] Και όχι αδίκως. Η αέρινη σκηνοθεσία του Τζόρνταν εναρμονίσθηκε πλήρως με την υδραργυρική ατμόσφαιρα που διαπνέει τον μυθοπλαστικό κόσμο της Κάρτερ. Γεννημένη το 1940, η Κάρτερ ξεδίπλωσε το συγγραφικό της ταλέντο και ωρίμασε δημιουργικά σε μια εποχή τεκτονικών συγκρούσεων και κατακλυσμιαίων αλλαγών: ο βάκιλος του μεταμοντερνισμού είχε ανίατα μολύνει την επικράτεια της Θεωρίας απλώνοντας τα αγκιστροειδή του ριζίδια στα απόρθητα μέλαθρα της λογοτεχνίας. Οι τιτάνιες περιπτώσεις μυθιστοριογράφων όπως ο Πίντσον, ο Γκάντις, ο Μπαρθ ή ο ΝτεΛίλλο προσκρούουν με τον πλέον εκκωφαντικό τρόπο στην ευρύτατα διαδεδομένη αντίληψη πως η λογοτεχνία της τελευταίας πεντηκονταετίας μηρυκάζει με ασύστολο πείσμα τα αστραφτερά περιττώματα του υψηλού μοντερνισμού. Στο μεταξύ, οι οιστρηλατημένοι αποδομητικοί μονόκεροι, ελέω μοχθηρού Ντερριντά, απειλούσαν να διακορεύσουν τους αισχυντηλούς υμένες της αειπάρθενου ορθοπολιτικής σοβαροφάνειας. Το βέβηλο πνεύμα του Θείου Μαρκησίου, εξάλλου, είχε ήδη χωνευθεί και απεκκριθεί απ’ τη λαμπρή συμμορία των καταραμένων του Παρισιού. Τα φαντάσματα του Νίτσε, αφού παγιδεύτηκαν στα βελούδινα δόκανα του συντεχνιακού κατεστημένου, απολιπάνθηκαν σε τέτοιο βαθμό, ώστε να καταλήξουν ακίνδυνα, αβλαβή μορμολύκεια, έτοιμα να τονώσουν τα κάθε λογής φιλοαναρχικά συμπλέγματα και τους παιδαριώδεις μωροφιλόδοξους αμφισβητίες. Ως συνήθως, οι ευέλικτοι μεταπράτες εγκατέλειψαν γρήγορα τα παράφωνα βαβίσματα της λακανικής ιδιολέκτου για να μικροσκοπήσουν, με τη βοήθεια του Φουκώ και της αλεξικέραυνης «μεθόδου» του, τις εκβολές της πανταχού παρούσας Εξουσίας που υδραγωγούν ανεπαίσθητα τα γρανάζια του βιοπολιτικού μας εκκρεμούς (αυτή η εμμονική διάθεση αστυνόμευσης εναντίον κάθε λαθρεπιβάτη λογοθετικού μηχανισμού δεν συνιστά, στην ουσία, άλλη μια ωραιοπαθή και εξεζητημένη εκδοχή της αλήστου μαρξιστικής συνωμοσιοπαράνοιας;).

Η ηφαιστειακή γραφή της Κάρτερ, εντούτοις, επ’ ουδενί δεν πρέπει να συγκαταλεχθεί στις τραχιές, εγκεφαλικές απόπειρες ατελώνιστου εκλογοτεχνισμού των διάφορων θεωριών του συρμού. Όλα ανεξαιρέτως τα έργα της μπορούν να ενταχθούν στο μεταιχμιακό είδος της φανταστικής λογοτεχνίας, αφού πραγματεύονται με απαράμιλλο τρόπο οριακά θέματα όπως η μεταμόρφωση, η μαγεία, η μετά θάνατον ζωή, ο βαμπιρισμός ή το θρησκευτικό όραμα, ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι πρωτότυπες και αιρετικές «μεταμυθολογικές» αναγνώσεις της. Το ογκωδέστατο έργο της δεν περιορίζεται αμαχητί σε εύπεπτες κατηγοριοποιήσεις, συνδυάζοντας μια πληθώρα ετερόκλητων τρόπων και υπονομεύοντας έντεχνα τις τραυματισμένες συμβάσεις του είδους. Η Κάρτερ αρέσκεται να επαναδιηγείται κλασικούς μύθους και πασίγνωστα παραμύθια, προκειμένου να συστήσει μια παράδοξη και ερμητική χώρα θαυμάτων, η οποία αναδύεται απαστράπτουσα μέσα από ατάκτως ερριμμένα διακειμενικά ερείπια. Ως αδιαφιλονίκητους προγόνους και προνομιακούς συνομιλητές της αναγνωρίζει τους αδελφούς Γκριμ, τον σαρδόνιο Μαρκήσιο Ντε Σαντ, την Έμιλυ Μπροντέ, τον Μπαρτ και τον Μπατάιγ, σε συνδυασμό με την τοξική, ανελέητη πρόζα του ύστερου Μπάρροουζ. Η αστείρευτη συγγραφέας εξερευνά μοναδικά τον τρόμο και το γκροτέσκο, παράγοντας παράξενα, υβριδικά κείμενα που αντιστέκονται σθεναρά σε εύκολες ειδολογικές ταξινομήσεις ή απαρέγκλιτες, δογματικές αποφάνσεις. Στο δυσπρόσιτο και ρευστό μεταμυθοπλαστικό σύμπαν της δαιμόνιας Κάρτερ, ο αμύητος αναγνώστης αναπόφευκτα εγκλωβίζεται σ’ έναν ζοφερό δαίδαλο υφέρποντος φόβου, αιματηρών κανιβαλικών τελετουργιών και ανεξιχνίαστων συλλογικών αρχετύπων. Επί παραδείγματι, το Πάθος της Νέας Εύας[2] αναφέρεται στη συνωμοτική δράση μιας «φεμινιστικής», μητριαρχικής θρησκευτικής οργάνωσης που λατρεύει ένα τερατώδες θηλυκό πλάσμα ως θεά του έρωτα και της γονιμότητας, στοχεύοντας στην εξολόθρευση κάθε αρσενικού όντος και, συνακόλουθα, στην ολοκληρωτική επικράτηση των γυναικών επί της γης. Οι διαρκείς μεταμορφώσεις του ήρωα παρέχουν το έναυσμα για την κατεδαφιστική παρώδηση μιας πλειάδας λογοτεχνικών στερεοτύπων της ευρωπαϊκής πεζογραφίας των τριών τελευταίων αιώνων. Μαγνητίζει, επίσης, η σκιαγράφηση της αισθαντικής σταρ του κινηματογράφου Τριστέσα, η οποία, έχοντας αποσυρθεί απ’ τη δημοσιότητα, ζει απομονωμένη σ’ έναν απόκρημνο κρυστάλλινο πύργο (άλλο ένα, μποντριγιαρικής έμπνευσης, δηκτικό σχόλιο για την ιογόνο μετανεωτερική μας διαφάνεια). Η Τριστέσα, που η μορφή της παραπέμπει στην ομιχλώδη Γκρέτα Γκάρμπο και τη σκοτεινή της θηλυκότητα, αποδεικνύεται πως είναι στην πραγματικότητα άνδρας, ένα απόκοσμα εύθραυστο τραβεστί εγκλωβισμένο στη μοναξιά του μύθου που το ίδιο δημιούργησε.

Στο εξαίσιο Ήρωες και Κακοί, το οποίο εκδόθηκε στην Αγγλία το 1969 και κυκλοφόρησε σε ελληνική μετάφραση του Γιώργου Σαραφιανού από τις εκδόσεις Χατζηνικολή το 1996, η οραματική συγγραφέας σκιαγραφεί μια ακαθόριστα μελλοντική δυστοπία αγωνίας και ερήμωσης, όπου οι πολιτισμένοι «στρατιώτες» βρίσκονται σε αδυσώπητο πόλεμο με τους θηριώδεις «βαρβάρους», ομάδες ανθρώπων που έχουν συνειδητά επιστρέψει σε πρωτόγονες, «προϊστορικές» μορφές κοινωνικής και πολιτισμικής οργάνωσης.

Στην Ματωμένη κάμαρα, η Κάρτερ ξαναδιαβάζει από μια λοξή μεταφεμινιστική σκοπιά, μια πλειάδα εμβληματικών παραμυθιών (Ο Κυανοπώγων, Ο Παπουτσωμένος Γάτος, Η Ωραία και το Τέρας), επιχειρώντας να διαβρώσει δραστικά τις παραδοσιακές, συμβατικές εξουσιαστικές σχέσεις που υποτίθεται πως αντανακλούν υπόρρητα όλες αυτές οι παλιές, δήθεν αθώες διηγήσεις. Έτσι, η Χιονάτη της εκτυφλωτικά ολιγόλεκτης, ομώνυμης βινιέτας, μια φασματική, σχεδόν άυλη μορφή, γεννήθηκε από την υποσυνείδητη ερωτική επιθυμία του πατέρα (και όχι της μητέρας, όπως στο αυθεντικό παραμύθι) και πέθανε από την καταστροφική ορμή θανάτου της ζηλότυπης μητριάς. Η Ματωμένη κάμαρα εμπεριέχει πολλούς απ’ τους θεματικούς πυρήνες οι οποίοι θα παρελάσουν στα μείζονα μυθιστορηματικά συνθέματα της Κάρτερ: σαρκαστική εξάρθρωση των φθαρμένων γοτθικών μοτίβων. Αλλεπάλληλοι εφιάλτες σε τεφρά, πέτρινα φρούρια (τα κατεξοχήν άντρα του πιο αποτρόπαιου κανιβαλισμού). Ανεκπλήρωτοι έρωτες και φαρμακερές προδοσίες. Παρατεταμένες αιμομικτικές παραισθήσεις. Μεταμφιεσμένα τέρατα, ευαίσθητοι δράκοι. Σιωπηλές, θλιμμένες μητέρες. Ακόρεστοι λύκοι. Ευνουχίστριες πριγκίπισσες και απροστάτευτα γύναια. Το ασυνείδητο ως ερεβώδες, αδιαπέραστο δάσος.

Στα δύο τελευταία της μυθιστορήματα, τα Σοφά παιδιά και τις Νύχτες στο τσίρκο, η Κάρτερ παρασύρεται σ’ έναν αχαλίνωτο παροξυσμό θλαστικού χιούμορ και καρναβαλικής έκρηξης, αποθεώνοντας το αγέρωχο μεγαλείο της καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Από την άλλη πλευρά, μπορεί κανείς να διακρίνει κάτι το πεποιημένο και το σχηματικό στη μυθοπλασία αυτού του είδους. Παρότι αυτό που κυρίως χαρακτηρίζει τη μεταμοντέρνα πεζογραφία είναι η παιγνιώδης (ή και συχνά παρωδιακή) κατάδειξη της κατασκευαστικής της συνθήκης (οι συνδετικοί αρμοί χαλαρώνουν επικίνδυνα, ώστε φανεί εξ ολοκλήρου η ύφανση και να τονισθεί πως το οικοδόμημα υπήρξε εξ αρχής και εκ προθέσεως διάτρητο), οι ορκωτοί παραδοσιοκράτες της ορθόφρονος ανάγνωσης έκδηλα θα δυσφορήσουν.

Εν τέλει, η Κάρτερ, σε όλο τον πολυσχιδή λογοτεχνικό της καμβά, απεγνωσμένα καταφάσκει στη θαρραλέα επαναμάγευση –μέσω του μύθου και της απόκρυφης γνώσης– της θανάσιμα καθημαγμένης μας μεταδιαφωτιστικής πραγματικότητας. Εκλεκτοί της σύγχρονης λογοτεχνικής σκηνής όπως η Τάνιθ Λι, η Μαρίνα Γουόρνερ ή η Ζανέτ Ουίντερσον ακολουθούν με βλάσφημη έκσταση το νήμα των απείθαρχων περιπλανήσεων της πρόωρα χαμένης δημιουργού.

[1] Άντζελα Κάρτερ, Η ματωμένη κάμαρα, μτφρ. Αργυρώ Μαντόγλου, Χατζηνικολή, Αθήνα 2001.

[2] Άντζελα Κάρτερ, Το πάθος της Νέας Εύας, μτφρ. Τόνια Κοβαλένκο, Χατζηνικολή, Αθήνα 1987.

Θοδωρής Σταμάτης

Tagged: , ,

Σχολιάστε