2046 – Στην Αγάπη δε Χωρούν Υποκατάστατα

2046-tony_00356548

Το γραφειάκι από ξύλο τριανταφυλλιάς. Η παλιά μαύρη γραφομηχανή Lettera 33 του 1960. Ο αχνιστός διπλός εσπρέσσο. Η ξύλινη καρέκλα με την σκληρή πλάτη. Οι τέσσερις αγάπες μου, που συνέθεταν μοναδικά μια εικόνα απλότητας, που πάντα με γοήτευε. Λάθος όμως. Πέντε. Και η πέμπτη αγάπη μου ήταν η πιο σημαντική. Η πιο ουσιαστική. Ήταν το γλυκό εκείνο πρόσωπο, που τώρα είχε κλειστά τα μάτια του στο δωμάτιο πίσω μου, βλέποντας πιθανόν κάποιο όνειρο με μένα που επέστρεφα πάλι από μακρύ πολύχρονο ταξίδι. Που με προϋπαντούσε με ανοιχτή αγκαλιά και βλέμμα όλο τρυφερότητα και προσμονή. Που αδημονούσε να αναπληρώσει το κενό που της είχα δημιουργήσει. Μέσα σε λίγα τετραγωνικά όλα τα σημαντικά κομμάτια της ζωής μου ήταν εκεί, ξανά μπροστά μου, γιατί εγώ ήμουν πάλι εκεί. Διαπίστωσα χαμογελώντας πως ενώ μεγαλώνεις σε εντυπωσιάζουν τα πολύπλοκα πράγματα, και τελικά όταν πια μεγαλώνεις αρκετά εκτιμάς και αναζητάς τα απλά. Και ειδικά όταν σου λείπουν γιατί έχεις αναλώσει τον χρόνο σου αλλού. Υπέροχα τα ταξίδια και τα ασανσέρ με την επένδυση από μάρμαρο και γρανίτη αλλά πόσο πιο υπέροχη φάνταζε τώρα η ζεστή γωνιά μου και η ενέργεια που διαπότιζε ολάκερο το σπίτι από την παρουσία της γυναίκας μου.

Άρχισα να γράφω. Η απουσία μου από την γραφομηχανή μού υπέδειξε άμεσα μια απρόσμενη, αν και όχι απρόβλεπτη υπό άλλες συνθήκες, αλήθεια. Πως τα σκληρά πλήκτρα της κούραζαν τα καλομαθημένα δαχτυλά μου, που πληκτρολογούσαν συνεχώς σε φορητό υπολογιστή στο τελευταίο ταξίδι μου. Εκείνη τη στιγμή άλλη μία αλήθεια αποκαλύφθηκε αυτόματα στο νου μου. Είχα κάνει πάλι λάθος. Έξι οι αγάπες μου. Αν συνεχίσω έτσι τότε μερικές παραγράφους να γράψω ακόμα και θα έχουν φτάσει τις 132. Δεν είναι καλό σημάδι αυτό. Κυρίως το να ξεχάσω τον κινηματογράφο. Απαράδεκτο. Μα… που ήμουν τόσο καιρό; Σε ποια πραγματικότητα; Ήταν εμφανώς το πρωινό των αποκαλύψεων. Υποψιάστηκα πως κάτι θα συνέβαινε που θα έκλεινε τον κύκλο των αποκαλύψεων εκείνης της ημέρας.

Και όντως συνέβη. Σκοτεινή αίθουσα, ώρα 20.00 το βράδυ. Στερημένος, απεγνωσμένος, διψασμένος. Μου είχε λείψει τόσο πολύ. Αλλά το κενό αυτής μου της έλλειψης μπορούσα κάλλιστα να το αναπληρώσω. Την μία μου επιθυμία, τον ένα μου πόθο που προέκυπτε από την ανάγκη της συμπλήρωσης αυτού του κενού, που μου είχε δημιουργήσει η απουσία μου από κάποιο κάθισμα κινηματογράφου της Αθήνας, ήρθαν τελικά να καλύψουν 2046 κινούμενες εικόνες, 2046 συναισθήματα, 2046 χαρακτήρες της ζωής μου, 2046 σκιρτήματα του παρελθόντος. Φώτα σβήνουν, το πρόσωπο της συντρόφου μου στο διπλανό κάθισμα χάνεται απαλά στο σκοτάδι, η μηχανή προβολής αρχίζει να βγάζει εκείνο τον γνώριμο βόμβο, από τα ηχεία ξεπηδούν οι πρώτες αιθέριες νότες και στο σελιλόιντ εμφανίζονται τα πρώτα χρώματα.

Υπάρχουν ταινίες που ζεις, ταινίες που σε σημαδεύουν, ταινίες που σε σοκάρουν, ταινίες που όταν τελειώνουν θες να τις ξαναδείς αμέσως, ταινίες που μιλάνε κατευθείαν στο είναι σου. Βέβαια υπάρχουν και οι μονωτικές ταινίες που μπορούν να φιμώσουν το στόμα οποιουδήποτε επαΐοντα επί παντός επιστητού ή αντιρρησία συνείδησης υπάρχει αλλά δεν μπορούν με τίποτα ετούτη τη στιγμή να μου δέσουν τα χέρια για να σταματήσω να γράφω όσα θέλω να εκφράσω για αυτή την ταινία. Για το «2046» του Γουάνκ Καρ Βάι. Αυτή η ταινία μου προκάλεσε όλα τα παραπάνω. Μέσα σε κάτι παραπάνω από δύο ώρες. Άθλος; Ή απλά ένα διαβολικά απλό σχέδιο που πήρε σάρκα και οστά και πέτυχε να κάνει ριφιφί στην ψυχή μου;

2046-zhangziyi

Κάποιος μπορεί να πει ότι το είχα ανάγκη. Ότι αυτό το «ριφιφί» προέκυψε από ανάγκη. Από έλλειψη. Μπορεί. Μπορεί να συμβαίνει ακριβώς το ίδιο με το κύριο μήνυμα που περνάει ο σκηνοθέτης στο 2046. Ότι η αγάπη όταν μένει ανεκπλήρωτη ή δεν ευδοκιμεί όπως θα επιθυμούσαμε αφήνει ένα κενό. Και αυτό περνάει στο ασυνείδητο και λειτουργεί σαν κούκος. Που κάθε μισή ή μία ώρα, ή αλλιώς κάθε τόσο στη ζωή μας, βγαίνει από την ξύλινη φωλιά του για να υπενθυμίσει το κενό και μας οδηγεί εξίσου ασυνείδητα στο να βρούμε κάτι πανομοιότυπο αλλά πρόχειρο για να το καλύψει. Κάτι που να μας θυμίζει ότι η αγάπη υπάρχει παντού γύρω μας, αλλά όχι το ίδιο παντού όπως την πρώτη φορά που την νιώσαμε τόσο έντονα που… σκαλώσαμε. Και άμα σκαλώνεις με κάτι ή κάποιον, είτε αυτός έχει κάποιο όνομα προσώπου, είτε είναι το «κάτι» που το λένε κινηματογράφο, τότε αναζητάς ασυνείδητα ένα δεκανίκι, σαν εκείνες τις βιταμίνες που πωλούνται ως συμπληρώματα διατροφής. Ωστόσο εκείνη τη στιγμή το βλέπεις ως μια νέα αγάπη. Ως μια νέα εμπειρία. Όχι ως δεκανίκι. Όχι ως συμπλήρωμα «διατροφής». Άτιμο πράμα το υποσυνείδητο.

Από τη Σιγκαπούρη στο Χονγκ-Κονγκ και από το Χονγκ-Κονγκ στη Σιγκαπούρη. Αδιάκοπα παιχνιδίσματα με τον χρόνο, μας ανεβοκατεβάζουν σαν τραμπάλα άλλοτε στο τώρα και άλλοτε στο τότε. Μονόδρομος αυτά τα παιχνιδίσματα για κάποιον που περνάει από το στάδιο των υποσυνείδητων χειρισμών επί των διαπροσωπικών του σχέσεων με το άλλο φύλο στην πλήρη αυτοσυνειδησία των βιωμάτων του, που έφεραν όλα τον τίτλο «Αγάπη». Ο κύριος ο Τσόου, η Σου-Εν, η Λούλου, η μις Μπάι, η Μαύρη Αράχνη. Ποια είναι για αυτόν η πρώτη αγάπη; Το σκάλωμα; Και ποιες τα υποσυνείδητα υποκατάστατα; Κάποιος με ρώτησε ποιο θεωρώ ότι είναι το μέγιστο πλεονέκτημα αυτού του φιλμ. Του απάντησα χωρίς πολύ σκέψη. Μα το ότι έχει να πει κάτι σε όλους μας! Έχει να θυμίσει κάτι σε όλους μας. Ποιος δεν ερωτεύτηκε; Αλλά και ποιος δεν πλήγωσε κάποιον, ακόμα και όταν δεν το ήθελε επ’ ουδενί; Όπως αναγράφεται και κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της ταινίας στην οθόνη «Όλες οι μνήμες αγάπης είναι ίχνη δακρύων». Όπως το 2046. Ένας αριθμός! Όμως στον κύριο Τσόου είναι τόσο οικείος που δεν θα τον ξεχάσει ποτέ.

Γιατί όμως; Γιατί ένας αριθμός να είναι το καύσιμο του κινητήρα του; Γιατί αυτός ο αριθμός να τον οδηγήσει να γράψει ένα διήγημα που όλως τυχαίως μέσα του έχουν τρυπώσει και κάποιες εμπειρίες του; Μήπως γιατί προέκυψε από συναίσθημα και μόνο; Τα συναισθήματα είναι το καύσιμο όλων μας. Αλλά μέχρι να το πάρουμε χαμπάρι έχουν λειτουργήσει στην ψυχή μας σαν ναρκωτικές ουσίες. Σαν παραισθησιογόνα που μας οδηγούν να σκαλώνουμε και τελικά εξαιτίας τους να απαιτούμε στο τέλος από τον ίδιο μας τον εαυτό να ξεχαστεί αλλού! Να βρει ένα ψυχοφάρμακο έστω και εφήμερο. Μπορεί αυτό το ψυχοφάρμακο να είναι ένας άνθρωπος με σάρκα και οστά. Μια νέα ερωτική περιπέτεια. Όμως στην αγάπη δεν χωρούν υποκατάστατα. Αλλά αυτό εξαιτίας της επίδρασης του παραισθησιογόνου δεν το καταλαβαίνουμε και έτσι επιλέγουμε να παραμείνουμε κολλημένοι. Βιδωμένοι κάτοικοι της πόλης που λέγεται 2046, όπου εκεί πάνε όλοι για να βρουν τις χαμένες τους μνήμες γιατί εκεί λέγεται πως βρίσκεις τον ένα και μοναδικό ανεκπλήρωτο ερωτά σου να σε περιμένει. Είναι όμως τόσο δύσκολο είναι να φύγεις από αυτή την πόλη.

Εσύ… ναι, εσύ που διαβάζεις… τι σε έκανε να γράψεις τότε εκείνο το στιχάκι που μετά καταχώνιασες στο συρτάρι; Τι άλλο εκτός από κάποιο συναίσθημα; Εκτός δηλαδή από κάποια πολύ συγκεκριμένη ανάμνηση; Κάποιο σκάλωμα; Είδες; Το είχες ξεχάσει ότι το είχες γράψει! Καταλαβαίνεις τώρα τί θέλει να πει ο ποιητής; Ότι το εσώτερο σύμπαν μας έχει ως κινητήριο δύναμη τα συναισθήματα, που πολλές φορές μετέπειτα τα εξωτερικεύουμε μηχανικά με αποτέλεσμα αλλού να πατάμε και αλλού να βρισκόμαστε. Γιατί είμαστε κολλημένοι. Περιφραστικά το λέει και ο ίδιος μέσω του κυρίου Τσόου: «Τα πάντα στην αγάπη είναι θέμα συγχρονισμού. Δεν ωφελεί να γνωρίσεις το κατάλληλο άτομο πολύ νωρίς ή πολύ αργά». Πόσο δίκιο έχει. Δεν μας είπε κάτι καινούριο αλλά ο τρόπος που το λέει αυτό είναι να τον προσκυνάς! Γιατί μας το δίνει να το καταλάβουμε το μηνυμά του με μια εικονική σφαλιάρα μετά μουσικής, και για την ακρίβεια υπό την συνοδεία τανγκό και βαλς! Γουανγκ Καρ Βάι το μεγαλείο σου.

Σοκαρισμένος, εκστασιασμένος, μεθυσμένος, ψυχικά τεμαχισμένος. Από ανάγκη κατέληξα να είμαι αυτή τη στιγμή όλα αυτά; Δεν το πιστεύω. Πιστεύω πάντως με σιγουριά πως η αναζήτηση της πληρότητας είναι κάτι που όλους μάς απασχόλησε αλλά κανένας κύριος Τσόου δεν είχε βρεθεί σήμερα να μας υποδείξει τα πιθανά λάθη που κάνουμε στην αναζήτηση αυτή. Κανένας. Ούτε ο ίδιος μας ο εαυτός. Δηλαδή… ούτε εγώ; (η γραφομηχανή σώπασε… οι αναμνήσεις εκείνης της βραδιάς κυλούσαν στο νου μου πιο γρήγορα και από μπομπίνα 35 χιλιοστών… ο μονόδρομος που λέγαμε του τότε και του τώρα, των αναμνήσεων και της τωρινής στιγμιαίας αυτοσυνειδησίας)

Ξάφνου θυμήθηκα τη γυναίκα μου. Εξίσου εκστασιασμένη είχε βάλει το παλτό της και με ζαλισμένες κινήσεις είχε αρχίσει να περπάταει προς την έξοδο. Βάδιζε όπως βαδίζει κάποιος που νοσταλγεί. Που θυμάται. Που θυμήθηκε κάποιο αλλοτινό κενό του. Θυμήθηκα μετά εμένα. Είχα φορέσει το μπουφάν και τύλιγα γρήγορα το κασκόλ στο λαιμό μου. Με τα αυτιά μου στις νότες του βαλς που ακόμα ηχούσαν στην αίθουσα και τα μάτια μου στην φιγούρα της γυναίκας μου, της αγάπης μου, της μίας, της μοναδικής, της ουσιαστικής, της αναντικατάστατης, κατευθύνθηκα προς αυτήν. Της έπιασα το χέρι και πήδησα ανάλαφρα μπρος της για να της κόψω την πορεία. Αγκαλιαστήκαμε σφιχτά. Γεμάτα. Για ώρα. Νιώσαμε το καύσιμο που κινεί το σύμπαν της ενοτητάς μας να πλυμμηρίζει κάθε κυτταρό μας. Εκείνες τις στιγμές νιώθαμε πλήρεις! Εγώ ζητούσα συγχώρεση για την μακρά απουσία μου που της δημιούργησε συναισθηματικό κενό και εκείνη ζητούσε την αγκαλιά μου για να το καλύψει. Μόνο που οι δικιές μας αγκαλιές είναι αναντικατάστατες.

Αυτό πλέον το γνωρίζουμε πολύ καλά. Ας είναι καλά και το 2046 που μας το υπενθύμισε. Ή που για την ακρίβεια μας το αποκάλυψε. Και έτσι η ημέρα είχε φτάσει στο τέλος της. Το ίδιο και οι αποκαλύψεις. Ο κύκλος είχε κλείσει. Τελικά οι αλήθειες που κρύβονται μέσα μας αλλά που έχουμε καταφέρει να τις θάψουμε παρέα με κομμάτια του εαυτού μας χωρίς να το καταλάβουμε είναι τέτοιας ισχύος που τη στιγμή που μας αποκαλύπτονται μας σοκάρουν. Προσωπικά με οδήγησαν σχεδόν υπνωτισμένο να γράψω όλες αυτές τις αράδες μέσα σε πολύ λίγο χρόνο. Πολύ λιγότερο φαντάζομαι από ό,τι κρατάει ένα ταξίδι με το τραίνο στο 2046. Ένα ταξίδι που δεν έχω κάνει ποτέ.

Γιώργος Χριστόπουλος

Πηγή: www.cinemascope.gr

Tagged: , ,

Σχολιάστε